- συμφωνητικός
- η , ό[ν] договорный;
συμφωνητικες υποχρεώσεις — договорные обязательства
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συμφωνητικες υποχρεώσεις — договорные обязательства
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.